πολυκαρπώ

πολυκαρπώ
πολυκαρπῶ, -έω, ΝΜΑ [πολύκαρπος]
1. έχω αφθονία καρπών
2. παράγω, παρέχω πολλούς καρπούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυκαρπώ — πολυκάρπησα, πολυκαρπημένος, παράγω ή έχω πολλούς καρπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πολυκάρπῳ — Πολύκαρπος fruitful masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκάρπῳ — πολύκαρπος fruitful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυκάρπωι — Πολυκάρπῳ , Πολύκαρπος fruitful masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκάρπωι — πολυκάρπῳ , πολύκαρπος fruitful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”